- Παλλαδίου
- Παλλάδιονstatue of Pallasneut gen sgΠαλλάδιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλαδίου — Παλλάδιον statue of Pallas neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Патерик Египетский — – переведенный с греческого языка сборник нравственно назидательных произведений аскетического характера. В рукописях П. имеет заглавие – «Сказание о египетских черноризцех». Наименование обусловлено тем, что большую часть сборника образуют… … Словарь книжников и книжности Древней Руси
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
κουπερίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού λευκοχρύσου και τού παλλαδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cooperite < όνομα τού R. Cooper, που πρώτος τό περιέγραψε, + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek
πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας … Dictionary of Greek
αιθυλένιο — Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική… … Dictionary of Greek
Ευζώιος — Όνομα δύο επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Αντιοχείας (4ος αι.). Ήταν φίλος του Αρείου, τον οποίο καθαίρεσε από το αξίωμα του πρεσβυτέρου ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος. Το 361, μετά την εκδίωξη από τους αρειανούς… … Dictionary of Greek